Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα σημεία της στίξης

См. также в других словарях:

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …   Dictionary of Greek

  • στίξη — η 1. επίθεση στιγμάτων. 2. το να βάζει κάποιος ειδικά σημεία για το χώρισμα των περιόδων και προτάσεων: Να φροντίσεις να μάθεις τους κανόνες της στίξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • σημείο — το 1. ορισμένο μέρος: Δεν ήξερε σε ποιο σημείο είχαν κρύψει το θησαυρό. – Οι αθλητές πήραν θέσεις στο σημείο εκκίνησης. 2. ορισμένη χρονική στιγμή: Σ αυτό το σημείο τον διέκοψαν. 3. μέρος ενός λόγου: Σ αυτό το σημείο του λόγου του ήταν ασαφής. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»